- προσποιούμαι
- προσποιοῡμαι, -έομαι, ΝΑ, και ενεργ. τ. προσποιῶ, -έω, Ακαμώνομαι, κάνω ότι..., προσπαθώ να φανώ διαφορετικός από ό,τι είμαι, υποκρίνομαι (α. «προσποιείται ότι δουλεύει εντατικά» β. «προσποιούμενος τὸν ἡδόμενον», Φίλ.)νεοελλ.1. (κατ' επέκτ.) απομιμούμαι, μιμούμαι2. (η μτχ. μέσ. παρακμ. ως επίθ.) προσποιημένος, -η, -οπροσποιητός, πλαστός, ψεύτικοςαρχ.1. προσάπτω, προσαρμόζω κάτι στον εαυτό μου («προσποιησάμενος ξύλινον πόδα», Ηρόδ.)2. (σχετικά με πρόσ.) παίρνω κάποιον με το μέρος μου, προσελκύω3. παίρνω κάτι για τον εαυτό μου χωρίς να μού ανήκει, σφετερίζομαι, οικειοποιούμαι4. (με άρνηση) υποκρίνομαι ότι δεν έχω κάτι («δεῑ δέ, καὶ εἰ ἠδίκησαν, μὴ προσποιεῑσθαι», Θουκ.)5. (το ενεργ.) α) παραχωρώβ) βλάπτω, ζημιώνω.
Dictionary of Greek. 2013.